- σταγονόθαλπος
- ὁ, Ααυτός που λειώνει και καθαρίζει μέταλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταγών, -όνος «ορείχαλκος» + θάλπος «θερμότητα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταγονόθαλπον — σταγονόθαλπος one who melts and purifies metals masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)